- προέστη
- προέστη , προίστημιset beforeplup ind act 1st sgπροέστη , προίστημιset beforeaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προὔστη — προέστη , προίστημι set before plup ind act 1st sg προέστη , προίστημι set before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προύστη — προέστη , προίστημι set before plup ind act 1st sg προέστη , προίστημι set before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεστός — ο, θηλ. προεστή / προεστώς, ῶσα, ώς, ΝΜΑ νεοελλ. 1. κοινοτικός άρχοντας επί τουρκοκρατίας, πρόκριτος 2. γέροντας, γερόντισσα, σεβαστός, σεβαστή νεοελλ. μσν. προσηγορία επισκόπου, ηγουμένου ή πρωθιερέα αρχ. αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προεστώς… … Dictionary of Greek